- ιδεοκρατία
- η филос. идеализм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιδεοκρατία — η ο ιδεαλισμός ως φιλοσοφικό σύστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ideocracy < ideo (πρβλ. ιδέα) + cracy (πρβλ. κρατία < κρατής < κράτος)] … Dictionary of Greek
ιδεοκρατία — η ιδεαλισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιδέα — Φιλοσοφική έννοια. Κατά την πρωταρχική της έννοια σημαίνει την ορατή μορφή, την όψη. Κατ’ επέκταση, ο όρος αναφέρεται γενικά στη μορφή, στο είδος και στο γένος. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη ι. υπονοεί καθετί που υπάρχει στον ανθρώπινο νου… … Dictionary of Greek
Τενέρ, Ησαΐας — (Tegnér, Κίρκερουντ 1782 – Έστραμπο, Βέξιαι 1846). Σουηδός ποιητής. Πήρε το δίπλωμά του στο πανεπιστήμιο του Λουντ, όπου έγινε βοηθός καθηγητής της αισθητικής και, το 1812, καθηγητής της ελληνικής φιλοσοφίας. Θέμα των πολυάριθμων νεανικών… … Dictionary of Greek